- λώδιξ
- λῶδιξ, -ικος, ἡ (Α)κλινοσκέπασμα, κουβέρτα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι δάνεια από τη λατ. lōdix «κουβέρτα, σκέπασμα», η οποία με τη σειρά της αποτελεί πιθ. κελτικό δάνειο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λωδίκι(ο)ν — και λωτίκιον, τὸ (Α) [λώδιξ] 1. μικρή κουβέρτα, κλινοσκέπασμα 2. μανδύας, επενδύτης … Dictionary of Greek
λωδικάριος — λωδικάριος, ὁ (Α) κατασκευαστής λωδικίων, κουβερτών, κλινοσκεπασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λῶδιξ, ικος + κατάλ. άριος] … Dictionary of Greek